χλωρουραιμία

χλωρουραιμία
η, Ν
ιατρ. η κατακράτηση, στο αίμα και στους ιστούς, τού χλωριούχου νατρίου, που, φυσιολογικά, αποβάλλεται με τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloruremie < chlor- (< χλωρ[ο]-*) + uremie (πρβλ. ουραιμία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλωρουραιμικός — ή, ό, Ν [χλωρουραιμία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλωρουραιμία …   Dictionary of Greek

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”